απογεματινός
Смотреть что такое "απογεματινός" в других словарях:
απογεματινός — ο βλ. απογευματινός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απογευματινός — κ. απογεματινός κ. απογιοματινός, ή, ό 1. αυτός που γίνεται απόγευμα ή έχει σχέση μ αυτό 2. φρ. «είμαι απογευματινός», εργάζομαι μόνο απόγευμα «θα πάω στην απογευματινή» (ενν. παράσταση θεάτρου). [ΕΤΥΜΟΛ. < απόγευμα. Η λ. μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek
απογευματινός — απογευματινός, ή, ό και απογεματινός, ή, ό και απογιοματινός, ή, ό αυτός που γίνεται το απόγευμα: Λογαριάζουμε να πάμε στην απογευματινή παράσταση του θεάτρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)